ξαδιάντροπος

ξαδιάντροπος
-η, -ο
βλ. ξεδιάντροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξαδιάντροπος — η, ο αυτός που δεν έχει ντροπή, αναιδής, ξετσίπωτος: Ου να χαθείς,ξαδιάντροπε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεδιάντροπος — και ξαδιάντροπος, η, ο (Μ ξεδιάντροπος, η, ον) αναίσχυντος, αδιάντροπος. επίρρ... ξεδιάντροπα με ξεδιάντροπο τρόπο, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αδιάντροπος] …   Dictionary of Greek

  • ξεδιάντροπος — η, ο βλ. ξαδιάντροπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”